πετράδι

πετράδι
το
1. μικρή πέτρα, λιθάρι, ψηφίδα.
2. πολύτιμος λίθος: Της χάρισε ένα ωραίο δαχτυλίδι με τρία πετράδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πετράδι — το, ΝΜ 1. μικρή πέτρα 2. πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. άδι (πρβλ. σκοτ άδι)] …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • Mythos (comics) — For the Marvel Comics series, see Mythos (Marvel Comics). Mythos (complete Greek title: ΜΥΘΟΣ Περιπέτειες στην Αρχαία Ελλάδα MYTHOS Adventures in Ancient Greece) is a Greek comic book created and drawn by Kostas Frangiadakis (Κώστας Φραγκιαδάκης) …   Wikipedia

  • γαγάτης — Οργανικό πετράδι αποτελούμενο κυρίως από άνθρακα. Έχει χρώμα μαύρο ή καστανόμαυρο και αποτελεί ποικιλία του λιγνίτη. Η ονομασία του αποδίδεται στην αρχαιοελληνική έκφραση λίθος γαγάτης, δηλαδή λίθος (πέτρα) από τη Γάγα, πόλη της Λυκίας της Μικράς …   Dictionary of Greek

  • δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • λιθαρόπουλο(ν) — λιθαρόπουλο(ν), τὸ (Μ) πολύτιμο πετράδι …   Dictionary of Greek

  • πετραδερός — ή, ό, Ν πετρώδης, γεμάτος πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετράδι + κατάλ. ερός (πρβλ. αμμουδερός)] …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • μοργκανίτης — Ορυκτό του βηρυλλίου με χημικό τύπο Be3Al2Si6O18. Ανήκει στην ομάδα των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα σχηματίζοντας πλακοειδείς πρισματικούς κρυστάλλους. Ο μ. απαντάται σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ, μοβ και ρόδινου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”